ζουμάκι

ζουμάκι
το [ζουμί]
υποκορ.
1. λίγο ζουμί
2. σαν ζουμί, κάτι που μοιάζει με ζουμί («η σάλτσα έγινε ζουμάκι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζουμίτσιν — ζουμίτσιν, τὸ (Μ) ζουμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτσι(ν) (πρβλ. καλαμ ίτσιν, κορ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • ζωμίδιον — ζωμίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ζωμός) ζουμάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”