Dictionary of Greek. 2013.
ζουμίτσιν — ζουμίτσιν, τὸ (Μ) ζουμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτσι(ν) (πρβλ. καλαμ ίτσιν, κορ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
ζωμίδιον — ζωμίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ζωμός) ζουμάκι … Dictionary of Greek